- ορθοτόνηση
- η (Α ὀρθοτόνησις) [ορθοτονώ]ο ορθός τονισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθοτονήσῃ — ὀρθοτονήσηι , ὀρθοτόνησις use of the unmodified accent fem dat sg (epic) ὀρθοτονέω pronounce with the unmodified aor subj mid 2nd sg ὀρθοτονέω pronounce with the unmodified aor subj act 3rd sg ὀρθοτονέω pronounce with the unmodified fut ind mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθοτονία — η 1. η ορθοτόνηση 2. η διαφύλαξη τού τόνου μιας λέξης, σε αντιδιαστολή προς την έγκλιση τόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθότονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek